Λι, Μπρους

Λι, Μπρους
(Bruce Lee, Σαν Φρανσίσκο 1941 – Χονγκ Κονγκ 1973). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κινεζικής καταγωγής Αμερικανού πρωταθλητή πολεμικών τεχνών και ηθοποιού Λι Γιουν Καμ (Lee Yeun Kam). Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, αν και έγινε γνωστός ως ο μεγαλύτερος καρατέκα όλων των εποχών, κυρίως μέσα από τις ταινίες δράσης που γύρισε στην αρχή στην ιδιαίτερη πατρίδα του (το Χονγκ Κονγκ) και στη συνέχεια στο Χόλιγουντ. Κατά τη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε με επιτυχία στην τηλεόραση και σε διάφορες ταινίες, γνωρίζοντας παράλληλα μεγάλη δημοτικότητα στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως εκπαιδευτής, καθώς συνδύαζε το προσωπικό του στιλ αυτοάμυνας με τον διαλογισμό. Γύριζε τις περισσότερες από τις επικίνδυνες σκηνές των ταινιών του μόνος του (χωρίς στάντμαν). Ο ξαφνικός και ανεξιχνίαστος για πολλά χρόνια θάνατός του σε ηλικία μόλις 32 ετών τον κατέστησε μυθική φιγούρα στον χώρο του θεάματος, με φανατικούς οπαδούς ανά την υφήλιο. Το φιλμ Παιχνίδι θανάτου (1978) κυκλοφόρησε μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον μύθο του. Ενδεικτική φιλμογραφία: Μάρλοου (1969), Η γροθιά της οργής (1972), Η επιστροφή του δράκου (1973). Αξίζει να αναφερθεί ότι ο γιος του, Μπράντον Λι, ξεκίνησε αντίστοιχη καριέρα στον κινηματογράφο και πέθανε επίσης ξαφνικά σε νεαρή ηλικία το 1994, στα γυρίσματα της ταινίας Το Κοράκι. Ο Μπρους Λι υπήρξε ο μεγαλύτερος ηθοποιός της κινηματογραφίας του Χονγκ Κονγκ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπρους, Τζακ — (Jack Bruce, 1730 – 1794). Σκοτσέζος περιηγητής. Το 1768 επισκέφτηκε την Αίγυπτο και κατόπιν την Αιθιοπία, όπου εξερεύνησε τα ερείπια της Αξούμ. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αιθιοπία έφτασε μέχρι τις πηγές Μπαχρ ελ Αζράκ, που νόμισε ότι… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλις, Μπρους — (Bruce Willis,Γερμανία 1955 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης Γουόλτερ Γουίλισον (Walter Willison). Μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μέριφιλντ, Μπρους — (Bruce Merrifield, Φορτ Γουόρθ, Τέξας 1921 –). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA). Ξεκίνησε το ερευνητικό έργο του στο ίδιο πανεπιστήμιο, με πειράματα ανάπτυξης συνθετικών αμινοξέων και… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • Ροβέρτος — I Λατίνος αυτοκράτορας (1221 28) της Κωνσταντινούπολης. Eξελέγη αυτοκράτορας από τους βαρόνους, μετά την άρνηση του μεγαλύτερου αδελφού του Φίλιππου να αναλάβει το αξίωμα. Η διαρκής όμως πίεση του Βατάτζη και του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου, τον …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Δαβίδ — I (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από το Νέρκεν της Αρμενίας. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Αρμένιος πατριάρχης Ισαάκ Α’. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Έδεσσα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”